Μύθοι, θρύλοι, δοξασίες και τραγούδια εμπνευσμένα από τα
ποτάμια της Ηπείρου
Από τις μαθήτριες της
Γ΄ Γυμνασίου ΒΑΣΙΛΙΑΝΑ ΘΕΜΕΛΗ , ΣΤΕΦΑΝΙΑ
ΚΟΝΤΟΥ, ΕΙΡΗΝΗ ΝΑΣΙΟΥ, ΕΙΡΗΝΗ
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ και τη μαθήτρια της Β΄
Γυμνασίου ΗΛΙΑΝΑ ΤΟΛΙΔΟΥ
Το νερό αποτέλεσε κι
αποτελεί τη ζωογόνο δύναμη της πολιτισμικής ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι
πρώτοι ανθρώπινοι πολιτισμοί δημιουργήθηκαν κοντά σε ποταμούς. Ο δε άνθρωπος,
από την εποχή της προϊστορίας, είχε πλήρη επίγνωση της ζωογόνου σημασίας και
της δύναμης του νερού. Γι’ αυτό, αντιμετώπιζε τις διάφορες μορφές των
επιφανειακών υδάτων με δέος, με φόβο και σεβασμό. Τις θεοποίησε και δημιούργησε
θρύλους, μύθους, παραμύθια, δοξασίες, ποιήματα και τραγούδια γύρω από αυτές. Έτσι,
οι υδροφόροι ορίζοντες της εκάστοτε περιοχής αποτέλεσαν το εφαλτήριο της
λαογραφικής, λογοτεχνικής και πνευματικής ανάπτυξής της, επιδρώντας καίρια στη
διαμόρφωση της πολιτισμικής φυσιογνωμίας της. Ορμώμενοι από τα παραπάνω,
συγκεντρώσαμε μύθους, δοξασίες και
τραγούδια της Ηπείρου, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, που συνδέονται με το
υγρό στοιχείο και καταδεικνύουν την επίδρασή του στη λαογραφική, λογοτεχνική
και μουσική παραγωγή της περιοχής.
Άραχθος
Στην αρχαιότητα ήταν ο
ποτάμιος θεός Ίναχος, που γεννήθηκε στην Πίνδο και είχε αδέρφια του τον Αχελώο, τον
Αλιάκμονα και τον Αώο ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή τον Αχελώο και τον
Πηνειό. Ο Ίναχος, λοιπόν, ξύπνησε ένα πρωί και διαπίστωσε ότι τα αδέρφια του
είχαν αρχίσει το ταξίδι τους χωρίς εκείνον. Πάνω στη βιασύνη του, για να τα
προλάβει, παρέσερνε θυμωμένος ό,τι έβρισκε στον
δρόμο του προς τον Αμβρακικό κόλπο, όπου και πνίγηκε. Σε κάποια άλλη
εκδοχή, στην κορυφή του όρους Περιστέρι της Πίνδου, ζούσαν τρία αγαπημένα
αδέλφια. Ο σοβαρός Άραχθος, η όμορφη Σαλαβρία (Πηνειός) και ο ατίθασος Άσπρος
(Αχελώος). Ένα βράδυ η Σαλαβρία, κρυφά από τα αδέρφια της, κατηφόρισε προς τον
κάμπο, για να συναντήσει κρυφά κάποιον
από τους θεούς τού Ολύμπου. Μάταια όμως. Απογοητευμένη, κατευθύνθηκε προς τη
γειτονική θάλασσα, όπου και πνίγηκε. Ο Άσπρος, όταν κατάλαβε ότι έλειπε η
Σαλαβρία, ανησύχησε και, ορμητικός όπως ήταν, κατρακύλησε χωρίς σκέψη τα βουνά,
ψάχνοντας την αδελφή του. Ο Άραχθος στενοχωρημένος για τα αδέρφια του που
χάθηκαν, άρχισε να τριγυρνά την Ήπειρο,
για να τα βρει. Όταν κατάλαβε ότι τα έχασε οριστικά, έπεσε στο Ιόνιο
πέλαγος και πνίγηκε.
Το γεφύρι της Άρτας
Το γεφύρι της Άρτας είναι συνδεδεμένο
με τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα,
ένας μύθος γνωστός,
όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Το γεφύρι,
σύμφωνα με το μύθο, χτίστηκε από 1300
κτίστες, 60 μαθητάδες και 45 μάστορες υπό την καθοδήγηση του πρωτομάστορα, αλλά
«ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν». Οι εργάτες και οι μάστορες ήταν
πια απογοητευμένοι. Ώσπου, εμφανίζεται ένα πουλί με ανθρώπινη φωνή και τους
λέει: «Αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δεν στεριώνει». Ο άνθρωπος που
έπρεπε να θυσιαστεί για το κοινό καλό, ήταν η γυναίκα του πρωτομάστορα. Μόλις
το άκουσε αυτό ο πρωτομάστορας, έπεσε να πεθάνει από τη στεναχώρια του και
σκεφτόταν ποιον τρόπο να βρει, για να προστατέψει τη γυναίκα του. Της στέλνει,
λοιπόν, μήνυμα με το πουλί: “ Αργά
ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει και να διαβεί της
Άρτας το γιοφύρι”. Όμως το πουλί παράκουσε και της είπε να ντυθεί, να αλλαχτεί
και να πάει στο γεφύρι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν πήγε εκεί, βλέπει τον
άντρα της θλιμμένο, ρωτάει τους εργάτες την αιτία της θλίψης του κι εκείνοι της
λένε πως οφείλεται στο ότι του έπεσε η βέρα στην πρώτη καμάρα και κανείς δεν
πηγαίνει να την πάρει. Αμέσως η γυναίκα προθυμοποιείται η ίδια να την φέρει.
Μόλις φτάνει στην καμάρα, αρχίζουν οι εργάτες να ρίχνουν ασβέστη, για να τη
χτίσουν μέσα στο γεφύρι και ο πρωτομάστορας με πόνο ρίχνει τον μεγαλύτερο λίθο.
Τότε, η γυναίκα καταριέται το γεφύρι: “Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το
γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.” Όμως, οι
εργάτες τής θυμίζουν πως έχει αδερφό στην ξενιτιά «μη λάχει και περάσει». Και η
γυναίκα άλλαξε την κατάρα: “Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι, κι
αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, γιατί έχω αδελφό στην
ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.” Εξαιτίας του παραπάνω μύθου, το γεφύρι της
Άρτας ασκεί μια περίεργη γοητεία σε όσους το επισκέπτονται.
Αχέροντας
Το πέρασμα των νεκρών
Ο Αχέροντας ήταν γνωστός και ως Μαυροπόταμος, Φαναριώτικος ή Καμαριώτικο
ποτάμι. Η λέξη Αχέρων δεν είναι τυχαία αφού τα συνθετικά της, «αχέα ρέων»,
δηλώνουν αυτόν που φέρνει πίκρες και δάκρυα. Κατά την Τινανομαχία οι Τιτάνες
έπιναν νερό από τον Αχέροντα για να ξεδιψάσουν, γεγονός που προκάλεσε την οργή
του Δία, ο οποίος μαύρισε και πίκρανε τα νερά του. Σύμφωνα με την αρχαία
παράδοση, ο Αχέροντας κατέληγε στην Αχερουσία λίμνη, που ήταν ιδιαιτέρως
παγερή, χωρίς ίχνος ζωής γύρω της.
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ήταν ο
ποταμός, τον διάπλου του οποίου
έκανε ο "ψυχοπομπός" Ερμής, παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στον
Χάροντα, για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη. Εκεί, τις Πύλες του Άδη φρουρούσε ο
άγριος και άσπλαχνος σκύλος Κέρβερος που είχε τρία κεφάλια, χαίτη από φίδια και
αγκαθωτή ουρά. Ο βαρκάρης-χάροντας παραλάμβανε τις ψυχές των νεκρών και τις
μετέφερε με τη βάρκα του στον Κάτω Κόσμο. Το αντίτιμο για το ταξίδι στον Άδη
ήταν ένας οβολός, γι' αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες ενταφίαζαν τους νεκρούς τους
με το αντίστοιχο ποσό. Η ψυχή που δεν μπορούσε να πληρώσει ήταν καταδικασμένη
να περιπλανιέται και να βασανίζεται αιώνια στις όχθες του ποταμού. Εκτός από
τον Αχέροντα, στον Άδη οδηγούσαν ο Κωκυτός και ο Πυριφλεγέθοντας (παραπόταμοι
του Αχέροντα), οι οποίοι συμβόλιζαν τα μαρτύρια που περνούσε μια ψυχή, όταν
κατέβαινε στον ‘’Άλλο Κόσμο’’.
Σύμφωνα με τη νεότερη λαϊκή παράδοση, τα νερά του ποταμού ήταν πικρά,
καθώς ένα στοιχειό που ζούσε στις πηγές του τα δηλητηρίαζε. Ο Άγιος Δονάτος,
πολιούχος της Μητρόπολης Παραμυθιάς Θεσπρωτίας, σκότωσε το στοιχειό και τα νερά
του Αχέροντα έγιναν γλυκά. Σύμφωνα με κάποιον άλλον μύθο, στον Αχέροντα ζούσε
ένας δράκος, ο οποίος πίκραινε το νερό του ποταμού, με αποτέλεσμα να μην είναι
πόσιμο. Κάθε Δεκαπενταύγουστο ο δράκος έτρωγε δεκαπέντε κορίτσια από το κοντινό
χωριό ως θυσία. Αυτό, όμως, το μαρτύριο το σταμάτησε ο Άγιος Ιωάννης, ο οποίος
σκότωσε το δράκο και από τότε άρχισε να τρέχει γλυκό νερό και έτσι το χωριό
ονομάστηκε Γλυκή.
Η Δρακότρυπα και η Αγία Παρασκευή
Στον οικισμό Αμπέλια-Αμμότοπου, κοντά
στην Άρτα, βρίσκεται το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής και δίπλα σε αυτό μία
σπηλιά, η λεγόμενη Δρακότρυπα. Σύμφωνα με
τον μύθο, σε αυτή τη σπηλιά ζούσε ένας δράκος, που κάθε χρόνο, στο πανηγύρι του
χωριού στο όνομα της Αγίας Παρασκευής, μεταμορφωνόταν σε νέο, χόρευε με τους
κατοίκους, εντόπιζε την πιο όμορφη κοπέλα, την άρπαζε και την οδηγούσε στη
σπηλιά του. Αυτό συνέβαινε κάθε χρόνο και οι κάτοικοι αποφάσισαν να μην
ξαναγιορτάσουν. Λίγες μέρες, όμως, πριν την ημέρα του πανηγυριού εμφανίστηκε
μία όμορφη γυναίκα και τους παρότρυνε να γιορτάσουν και να μη φοβηθούν τον
δράκο. Έτσι, οι κάτοικοι άρχισαν τις ετοιμασίες παρά τον φόβο τους. Ο δράκος
μεταμορφώθηκε και πάλι σε άντρα και παρακολουθούσε τον χορό. Ξαφνικά, την
προσοχή του τράβηξε η πιο όμορφη γυναίκα από όλες, που δεν ήταν άλλη από την
Αγία Παρασκευή. Ο Δράκος πηγαίνει κοντά της και την τραβάει με δύναμη από το
χέρι. Εκείνη, όμως τον έσφιξε με περισσότερη δύναμη, τόση, που ο δράκος
κατάλαβε πως ήταν υπερφυσική και φοβήθηκε. Τότε, φεύγει τρέχοντας, για να
κρυφτεί στη σπηλιά του. Η Αγία Παρασκευή τον ακολούθησε και στην είσοδο της
σπηλιάς τον σκότωσε. Λένε πως τα μέρη από το σώμα του δράκου διακρίνονται στο
βάθος της σπηλιάς, όπως το κεφάλι του και τα γεννητικά του όργανα. Μετά από
αυτό, οι κάτοικοι για να τιμήσουν την Αγία Παρασκευή έχτισαν το μικρό ξωκλήσι
δίπλα από τη «Δρακότρυπα». Λένε, επίσης, πως τρεις παπάδες μπήκαν
να εξερευνήσουν τη σπηλιά, αλλά εξαφανίστηκαν.
Ο Αϊ-Γιώργης
Ο μύθος του Αϊ-Γιώργη είναι πολύ
γνωστός στους κατοίκους της Ηπείρου. Σχετίζεται με το χωριό Άγιος Γεώργιος, δίπλα
στον ποταμό Λούρο και κοντά στη Φιλιππιάδα. Κάθε Πάσχα που οι κάτοικοι του
χωριού γιόρταζαν τη μνήμη του Αγίου, έρχονταν ο διάβολος μεταμορφωμένος σε πτερόσαυρο
και άρπαζε τον πρώτο νέο του χορού.
Κάποια χρονιά, όμως, εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και τον κυνήγησε με το
άλογο του και το κοντάρι του. Λένε πως στο σημείο που βρίσκεται η μεγάλη τρύπα
στο βουνό χτυπούσε με το κοντάρι και όπου ακουμπούσε έβγαζε φωτιά και άνοιγε η
πέτρα.
Υπάρχουν και άλλες μικρότερες τρύπες στο σημείο. Όταν έφτασε στη μεγάλη
τρύπα χτύπησε με το κοντάρι του και ο πτερόσαυρος που ήταν τόσο δυνατός, πήρε
την πέτρα αυτή στα κέρατά του και την πήγε στους Παπαδάτες-Γαλατά. Λέγανε ότι
κάτω από αυτή την πέτρα στάλιζαν χίλια πρόβατα. Κάποιοι επιστήμονες που
μέτρησαν τη διάμετρο της τρύπας και της πέτρας που βρέθηκε, είδαν πως
συμπίπτουν στο μέγεθος. Επίσης, στη ρίζα από τον βράχο υπάρχουν δύο τρύπες που
είναι κωνικές, πέντε με εφτά μέτρα βάθος. Είναι ακριβώς σαν κέρατα. Λένε ότι τα
κέρατα του πτερόσαυρου ήταν πύρινα και όπου ακουμπούσαν έλιωναν την πέτρα και
δημιουργούσαν τις τρύπες.
Το χωριό κάτω από τη λίμνη Ζηρού
Η λαϊκή σοφία συνέδεσε τη δημιουργία της λίμνης Ζηρού με τον παρακάτω
μύθο. Λέγεται, λοιπόν, πως παλιά, στο σημείο αυτό, υπήρχε ένα χωριό, όπου
ζούσαν δύο αδερφές, μία πλούσια και μία φτωχιά. Η δεύτερη, μάλιστα, για να
συντηρήσει τα παιδιά της, ήταν στη δούλεψη της πλούσιας αδερφής της. Οι δύο
αδερφές βρίσκονταν συνεχώς σε διαμάχη, γιατί
τα ορφανά παιδιά της φτωχής έτρωγαν τα αποφάγια των παιδιών της
πλούσιας. Η πλούσια θύμωσε πολύ κι έδιωξε την αδερφή της από τη δούλεψή της. Έτσι,
η φτωχή αδερφή αποφάσισε να αφήσει το χωριό και να ξενιτευτεί. Ανεβαίνοντας το
βουνό πάνω από τη λίμνη, παρουσιάστηκε μπροστά της ένας άγγελος και της είπε
πως ό,τι και αν συμβεί να μην κοιτάξει πίσω της, γιατί θα γινόταν πέτρα. Μετά από αυτήν την προειδοποίηση ακολούθησε
σεισμός και η περιοχή κατέρρευσε, νερό ανέβλυσε από τη γη και κατάπιε όλο το
χωριό και μαζί με αυτό και το σπίτι και την οικογένεια της πλούσιας αδελφής. Η
φτωχή αδελφή, στο άκουσμα της καταστροφής, γύρισε πίσω λέγοντας «Ωχ, αδερφούλα
μου!». Έτσι, πέτρωσε μαζί με τα παιδιά και τον γάιδαρό της. Το άγαλμά της
διακρίνεται στον μεγάλο βράχο ανατολικά της λίμνης
Αώος
Στην αρχαιότητα λεγόταν Αίας ή
Αράουα ή Αύος και οι εκεί κάτοικοι ονομάζονταν Παραυαίοι. Με την επωνυμία Αώοι,
ονομάζονταν κάποιες φυλές Δωριέων που λάτρευαν ηλιακές θεότητες. Στην ελληνική
μυθολογία ο Αώος ήταν επίκληση του Άδωνη (ωραίος νέος, αγαπημένος της θεάς Αφροδίτης), αλλά και βασιλιάς της
αρχαίας Κύπρου. Ο Αώος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της νήσου Κύπρου, γιος του
Κέφαλου και της Ιούς από την Αττική. Κατά μία άλλη εκδοχή, αδελφός του ήταν ο
Πάφος, επώνυμος και ιδρυτής της πόλης Πάφου στην Κύπρο. Οι παρακάτω δοξασίες
στηρίζονται σε μυθικά στοιχεία, που αναδύονται από τη μορφολογία του παραποτάμιου
τόπου και τους στενούς δεσμούς των
κατοίκων της περιοχής με αυτόν.
Η
ζωή ήρθε από το ποτάμι
Κάποτε ήταν μια μικρομάνα, που με
τη σαρμανίτσα και το χρονιάρικο μωρό της πήγε με τις φίλες της, Αύγουστο
μήνα, να πλύνουν τα χειμερινά στρωσίδια
στο ποτάμι. Η μικρομάνα, αφού βύζαξε το χρονιάρικο, το άφησε στη σαρμανίτσα,
στη ρίζα του πετρόχτιστου γιοφυριού, για να μην το πειράζει ο ήλιος
και το
αγιάζι που κατέβαζε η ποταμιά. Βράδιασε, όμως και μαζί με το σκοτάδι ήρθε και
ξαφνική φουσκοποταμιά, που σήκωσε τη σαρμανίτσα και την παρέσυρε. Όταν η
μικρομάνα αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί,
έσκουξε τόσο πολύ, που βουβάθηκαν τα ζωντανά της νύχτας. Αλαφιάστηκαν
οι γυναίκες και ξεκίνησαν το ψάξιμο. Παρ’ όλες τις προσπάθειες της
μικρομάνας, των γυναικών και όλου του
χωριού, το παιδί δε βρέθηκε πουθενά. Η δόλια
μάνα δεν ξανάδε ποτέ το σπλάχνο
της και σαν στοιχειό της νύχτας, κάθε Πανσέληνο από τότε, έπιανε αλαφιασμένη
πάνω κάτω το ποτάμι και πότε το
πετροβόλαγε με μίσος, πότε παίζοντας και
γελώντας μαζί του, κάθονταν στην ακροποταμιά και του έλεγε νανουρίσματα, για να
τα πάρει το νερό και να κοιμίσει το μωρό της!
Ο μύθος λέει πως το ποτάμι οδήγησε τη
σαρμανίτσα πέρα από τον κάμπο και πέρα από τα νερά του Σαραντάπορου. Είπαν πως
εκεί βρέθηκε το μωρό μετά από δώδεκα
μέρες, τη νύχτα με τη δεύτερη Πανσέληνο. Το φεγγάρι και τα ζωντανά του
δάσους φρόντισαν να επιβιώσει.
Σε αυτά τα μέρη, λοιπόν, ζούσε ο Αριστάκης, γνωστός στην περιοχή για το
ήθος του, την επιδεξιότητά του στην κατεργασία του ξύλου και την αγάπη του για
τους ανθρώπους και τη ζωή. Ο Αριστάκης ήταν στη δούλεψη του αφέντη της
περιοχής, του Μπελή Μπέη, και αν και
ήταν 60 χρονών, δεν είχε αξιωθεί με τη γυναίκα του να αποκτήσουν παιδιά. Μια
μέρα, λοιπόν, καθώς δούλευε στη ρεματιά ένα καλό κομμάτι ξύλου, άκουσε έναν
περίεργο θόρυβο. Ήταν ένας
επαναλαμβανόμενος, ψιλός και αδύναμος ήχος, ένα κουδούνισμα απόκοσμο, σαν
βγαλμένο από τον κόσμο των ξωτικών. Μαζί με αυτόν ακούστηκε καθαρά και ένας
ήχος άναρθρος, βαθύς, με αντίλαλο, σαν
να έρχεται από σπηλιά. Με δειλές, αναποφάσιστες δρασκελιές μέσα στο νερό και με
κομμένη την ανάσα, ο Αριστάκης κατέβηκε προς τις μικρές βραχοσκεπές του ποταμού
κι έξαφνα βρέθηκε μπροστά στη σαρμανίτσα, που επέπλεε σαν βαρκάκι σε λιμάνι
απάνεμο. Η γραμμή του φεγγαριού στο νερό φώτιζε ένα χαμογελαστό παιδικό
πρόσωπο, όλο ζωντάνια, που τον κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα και λαμπερά, σαν να
είχαν αιχμαλωτίσει μέσα τους όλη την αυγουστιάτικη πανσέληνο, κι έμεινε να
κοιτάζει σαστισμένος κι άφωνος, θαμπωμένος από το θαύμα που αντίκρισε. «Η ζωή»
ψέλλισε, «ήρθε από το ποτάμι» σκέφτηκε και βούρκωσε από ανείπωτη χαρά. Χωρίς
δεύτερη σκέψη πήρε το μωρό από την κούνια του, το τύλιξε ζεστά, το έβαλε
προσεκτικά στο ταγάρι του και, με τη
λαχτάρα μικρού παιδιού που δεν θέλει να προδοθεί από το πολύτιμο μυστικό του,
ανηφόρισε αλαφιασμένος για το
υποστατικό. Ο Αριστάκης πήγε πρώτα το
μωρό στο μοναστήρι και οι καλόγεροι το γιατροπόρεψαν και του έδωσαν και όνομα, Άνχελ, δηλαδή
άγγελο. Ο Άνχελ μεγάλωσε κι
ανδρώθηκε μέσα στο υποστατικό του Μπελή Μπέη. Έτσι, ο Άγγελος
του υποστατικού, σημαδεμένος από το
διπλό φεγγάρι, μεγάλωνε με το βιβλίο αλλά και με το σκαρπέλο του ταγιαδούρου,
με τη γραφή και το ξυλάλετρο, με τον Διαφωτισμό αλλά και με τους θρύλους του
τόπου του, με την ευγένεια των ξωμάχων και την τραχύτητα της πέτρας. Κι έγινε
πνεύμα δημιουργικό κι ανήσυχο, ευγενικό και μαζί ανυπότακτο, στοχαστικό και
ατίθασο, καθάριο αλλά και ορμητικό, όπως αλλάζει ξαφνικά το ποτάμι στον άγριο
καιρό, εικόνα και ομοίωση του τόπου και των ανθρώπων του. Και όταν πλησίαζε πανσέληνος, αυτά τα χαρίσματα
γίνονταν στοιχειά, που όλα μαζί τον κυρίευαν, τον βασάνιζαν και πάλευαν μέσα
του ποιο θα τον υποτάξει και θα τον
κάνει να γονατίσει και να λυγίσει μπροστά του. Τότε, από φόβο μη βλάψει
κανέναν, αλλά και από ντροπή, γινόταν
απόκοσμος, λύκος μοναχικός κι αποτραβιόταν
στο μεγάλο αλώνι του υποστατικού. Και περίμενε ανυπεράσπιστος το φεγγάρι που σαν γιγάντιος δράκος πρόβαλλε πίσω από τα
βουνά της Πίνδου, για να δώσει τη μάχη του, να αναμετρηθεί μαζί του και με τους
δικούς του δαίμονες! Έτσι, σημαδεμένος από το διπλό φεγγάρι, με αρετές και
δαίμονες, μεγάλωνε ο Άγγελος του υποστατικού κι ήταν αυτά που καθόρισαν τη ζωή
του και θέριεψαν το θρύλο του. Άλλοτε άνθρωπος κι άλλοτε στοιχειό, ταξιδευτής,
έμπορος και ληστής, μάστορας και μουσικός, ζωγράφος και πιστικός, αφέντης και
ποιητής, γεννούσε στη λαϊκή φαντασία ιστορίες του τόπου και της αποδημίας, του
ταξιδεμού και της αναζήτησης, της καζάντιας και της ασωτίας, του σεβντά και της
προδοσίας, και ο μύθος τους πλανιέται μέχρι και σήμερα στους δρόμους του νερού
και στα μονοπάτια των προσκυνητών και των περιηγητών, ξετυλίγεται στη σκιά του
πλατάνου από τους γεροντότερους και πλέκεται στις εξώπορτες από τις γυναίκες
κάθε μέρα.
Δράκοι,
στοιχειά, λάμιες και νεράιδες
Κάποτε, λένε, ήταν δυο δράκοι. Ο ένας ζούσε σε μικρή λίμνη στις κορφές
του Γράμμου και ο άλλος σε σπηλιά μέσα
στο δάσος. Όπως όλοι οι δράκοι, είχαν έχθρα τρομερή. Κι όταν το φθινόπωρο
κατέβαιναν από τα βουνά οι κτηνοτρόφοι κι ερήμωνε ο τόπος, οι δράκοι άρχιζαν
τον πόλεμο. Βογκούσαν τότε τα βουνά κι οι ράχες. Και το στοιχειό της σπηλιάς
είχε την κοιλιά του γεμάτη φλουριά, αλλά κανείς ποτέ δεν τόλμησε να το σκοτώσει,
για να του τα πάρει.
Λένε πάλι πως ήταν κι άλλοι δυο δράκοι. Ο ένας ζούσε στο Σμόλικα κι ο
άλλος στην Τύμφη. Και πολεμούσαν κι αυτοί με μεγάλα λιθάρια και τεράστιους
κορμούς. Ο δράκος της Τύμφης άφησε γυμνό
τον τόπο του, γιατί ξερίζωσε όλα τα δέντρα και τα έριξε στον αντίπαλό του.
Κάποια από εκείνα τα ξεριζωμένα μαυρόπευκα
ξαναφύτρωσαν εκεί που έπεσαν, στις πλαγιές του Σμόλικα, και στέκουν εκεί
ακόμα, μάρτυρες της παλιάς εκείνης έχθρας. Μια φορά, ένας τσομπάνης τόλμησε να
πλησιάσει τον δράκο της Τύμφης και τον
βοήθησε μάλιστα να νικήσει τον εχθρό του. Η περιέργειά του, όμως, τον παρέσυρε.
Όταν ο νικητής δράκος του ζήτησε να ψήσει την καρδιά του νικημένου,
αυτός κρυφά δοκίμασε το μιαρό έδεσμα. Και ο τσομπάνης στοίχειωσε και χάθηκε στη
λίμνη. Ύστερα από χρόνια, βγήκε από τη λίμνη ένα μαύρο κριάρι και ζευγάρωσε με
τις προβατίνες ενός μεγάλου κοπαδιού. Και γεννήθηκαν αρνιά
θηλυκά και μαύρα. Όταν το κοπάδι
ξανανέβηκε στο βουνό το άλλο καλοκαίρι, βέλαξε το μαύρο κριάρι, και στο κάλεσμά του όλα τα μαύρα αρνιά πήδησαν μέσα στη λίμνη
και χάθηκαν.
Εκτός από δράκους στην περιοχή
γυρνούσαν και λάμιες, γυναίκες ψηλές και εύσωμες, με πολλά πόδια, που
παραμόνευαν σε βρύσες και πηγάδια. Και γυρνούσαν και νεράιδες. Όμορφες, χρυσομαλλούσες και
πρασινoμάτες. Και εμφανίζονταν κοντά σε ένα νερό που, όπου έβγαινε, το
λέγαν γλυκονέρι. Ένα τέτοιο βρίσκεται κοντά
στη Λαγκάδα στα Μαστοροχώρια, κι ένα άλλο κοντά στον Βίκο, πάνω από τον Βοϊδομάτη. Εκεί πήγαιναν γυναίκες την Πρωτομαγιά να πλυθούν στο γλυκονέρι, για να πάρουν λίγη από τη δύναμη και την
ομορφιά των νεράιδων. Πήγαιναν κι άρρωστοι,
για να βρουν γιατρειά. Κι είναι ακόμα κι η Νεραϊδόβρυση, έξω από το Βρυσοχώρι, και μια τραγουδισμένη
κρύα βρύση που σβήνει με τη δροσιά της «πόνους της καρδιάς». Οι κάτοικοι μιλούσαν και για μια βρύση από
την οποία έρρεε το αθάνατο νερό: «…Εκεί στην άκρη της γης στέκονται δυο θεόρατα
βουνά, ψηλά ως τα ουράνια, που άλλο δεν κάνουν παρά να ανοιγοκλειούν. Αν
κατορθώσεις να περάσεις αυτά τα βουνά, το πρώτο πράγμα που θα ιδείς είναι ένα
δέντρο που μοιάζει σα ροϊδιά γεμάτη άνθια. Τα φύλλα του αστράφτουν, και μέσα
από τα ροϊδοκόκκινά του τ’ άνθια τρέχει τ’ αθάνατο νερό, σαν από χιλιάδες
κοραλλένιες βρυσούλες». Στη δρακόλιμνη
της Τύμφης φθάνει κανείς από το μονοπάτι που ξεκινά από το Μικρό Πάπιγκο. Η πρώτη
βρύση που θα συναντήσει λέγεται «Αβραγώνιος» κι είναι αυτή που γιατρεύει τους
«πόνους της καρδιάς». Στη δρακόλιμνη του Σμόλικα, στο μονοπάτι που οδηγεί από το Βρυσοχώρι στον
Καρτερό, θα συναντήσει τη Νεραϊδόβρυση. Για να βρει κανείς το αθάνατο νερό, δεν υπάρχουν οδηγίες, αλλά,
όπως λέει το παραμύθι, η ευχή των γονιών, η αγάπη μιας πεντάμορφης και η άδολη
καρδιά βοηθούν.
Αχελώος
ή Ασπροπόταμος
Το όνομα Αχελώος φαίνεται ότι
προέρχεται από τη ρίζα «άχ» ή τη λέξη
«άχα» που σημαίνει νερό και το
συγκριτικό επίθετο «λώων» που σημαίνει καλύτερος ή ποσοτικά
μεγαλύτερος. Ο Όμηρος τοποθετεί τον Αχελώο πριν τον Ωκεανό. Οι θάλασσες, οι
πηγές και τα νερά που πηγάζουν από τη γη προέρχονται από αυτόν. Στην Ιλιάδα
θεωρούσαν ανώτερο του Αχελώου μόνο τον Δία. Αντίθετα, ο Ησίοδος τον
συγκαταλέγει στα παιδιά της Τηθύος και του Ωκεανού. Κόρες του Αχελώου ήταν οι
Σειρήνες, οι Νύμφες και πολλές άλλες πηγές (π.χ. Κασταλία, Καλλιρρόη). Ο
Αχελώος είχε αρκετές μορφές, στις περισσότερες από τις οποίες ήταν ένα άσχημο
τέρας. Συνήθως, απεικονίζεται από τη μέση και κάτω σαν ψάρι, γενειοφόρος με
κέρατα στο κεφάλι του. Άλλες μορφές του ήταν σαν φίδι, σαν ταύρος και σαν
ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι ταύρου, που από τα γένια του έτρεχαν πολλά νερά.
Λέγεται ότι πάλεψε με τον Ηρακλή για
χάρη της Δηιάνειρας. Ο Ηρακλής τον νίκησε, αφού του έσπασε το ένα κέρατο και
τον έριξε στο χώμα. Από το αίμα που έπεφτε γεννήθηκαν οι Σειρήνες. Ο Αχελώος, για να πάρει πίσω το κέρατο, έδωσε ως αντάλλαγμα στον Ηρακλή το κέρας της
Αμάλθειας, που ήταν πηγή αφθονίας και γονιμότητας. Υπάρχει κι ένας μύθος για
τις Εχινάδες νησίδες που βρίσκονται απέναντι στις εκβολές του. Σύμφωνα με
αυτόν, οι Εχινάδες ήταν κάποτε Νύμφες, που δυστυχώς ξέχασαν να τιμήσουν το θεό
Αχελώο. Τότε, αυτός θύμωσε και τις μεταμόρφωσε σε νησιά. Κατά το Στράβωνα, ο
ποταμός ονομαζόταν παλαιότερα Θόας. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πήρε το όνομα
Άσπρος ή Ασπροπόταμος, ίσως από τα άσπρα χαλίκια που γεμίζουν την κοίτη του ή
την άσπρη λάσπη που κατεβάζει.
Θύαμης ή
Καλαμάς
Θύαμις είναι το αρχαίο όνομά του, ενώ
Καλαμάς αποκαλούνταν στο παρελθόν ο μεγαλύτερος παραπόταμός του. Με το πέρασμα
του χρόνου οι δύο ονομασίες ταυτίστηκαν. Το αρχαίο όνομα Θύαμις προέρχεται από
τη λέξη Θύω, που σημαίνει κινούμαι άγρια. Στην ελληνική μυθολογία ο Κάλαμος
ήταν γιος του ποτάμιου θεού Μαιάνδρου. Ο Κάλαμος συνδεόταν ερωτικά με τον
Κάρπο, γιο του Ζέφυρου και μιας από τις Ώρες. Ο Κάρπος, όμως,
πνίγηκε, καθώς λουζόταν στον ποταμό Μαίανδρο, και τότε ο
Κάλαμος καταράστηκε τον πατέρα του και ικέτευσε τον Δία να πεθάνει μαζί με τον
Κάρπο. Ο Δίας μεταμόρφωσε τον Κάλαμο στο ομώνυμο φυτό, την καλαμιά, και τον
Κάρπο στον καρπό της. Από την αρχαιότητα ο Καλαμάς συγκέντρωσε δίπλα στις όχθες του σπουδαίες πόλεις.
Τα μυκηναϊκά ευρήματα κατά μήκος της κοίτης του, μαρτυρούν τη σπουδαιότητα που
είχε ο ποταμός για το εμπόριο των μακρινών εκείνων χρόνων, εμπόριο που
συνέχισαν αργότερα στους αρχαϊκούς χρόνους οι Έλληνες άποικοι από την
Πελοπόννησο. Στην περιοχή των εκβολών του ποταμού υπάρχουν
τμήματα οχυρωμένου οικισμού της κλασικής
και ελληνιστικής εποχής, νεότερα λίθινα
αλώνια, ο Πύργος Αγιολένης,
βυζαντινός πύργος στο ομώνυμο νησάκι στην περιοχή των αλυκών,
και πολλά άλλα. Μεγάλοι ιστορικοί και γεωγράφοι της αρχαιότητας έγραψαν για τον
Καλαμά, όπως ο Στράβωνας, ο Πολύβιος και ο Θουκυδίδης.
ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Στείλε με μάνα μ’ για νερό
https://www.youtube.com/watch?v=SdzLQAkmi_A
Στη λίμνη εκεί στα Γιάννενα
https://www.youtube.com/watch?v=dFXo3ateP9A
Στη βρύση στα Τσερίτσενα
Της Άρτας το γεφύρι
Από πέρα απ’ το ποτάμι
Τούρκα πλένει στο ποτάμι
Βλάχα πλένει στο ποτάμι
https://www.youtube.com/watch?v=2Fyad_sM4NE
Και κάτω στα δροσερά πλατάνια
Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ
Διαδικτυακές πηγές
http://kontrastokyma.blogspot.gr/
www.foniagroti.gr
http://www.artinoi.gr/
http://www.rizovouni.gr/
http://www.ecomuseum.eu/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου