Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

«Η φωνή της Χαράς ….φωνή της φύσης»

         Όταν τα παιδιά εμπνέονται, μαθαίνουν να δημιουργούν εκφραζόμενα ποικιλοτρόπως. Άλλα εκφράζονται μέσα από το τραγούδι, τη μουσική και τον χορό, άλλα μέσα από τη ζωγραφική, το θέατρο ή ακόμη και την τεχνολογία.  Η μαθήτρια της Β’ Γυμνασίου Κασμίνα Πασχοπούλου στα πλαίσια της εργασίας τής Περιβαλλοντικής Ομάδας με τίτλο «Οι υδροφόροι ορίζοντες της Ηπείρου και η επίδρασή τους στον πολιτισμό του τόπου μου»,  εμπνεύστηκε κι έγραψε ένα παραμύθι. Με τη βοήθεια της φαντασίας της, η Κασμίνα έπλασε έναν κόσμο, όπου νεράιδες, ξωτικά κι αερικά συνυπάρχουν αρμονικά με τους ανθρώπους, μέχρι που τα συμφέροντα των τελευταίων στέκουν εμπόδιο σ’ αυτή την αρμονική συνύπαρξη…



Χ
ρόνια και χρόνια πίσω, κάπου ανάμεσα σε βουνά και ρεματιές συναντιούνταν στο πέρασμά τους πέντε ποταμοί. Στο συναπάντημά τους σχημάτιζαν ένα μέρος μαγικό: μια λίμνη με κρυστάλλιναγαλαζοπράσινα νερά, που  μετά το ορμητικό τους πέρασμα μέσα από βουνά και φαράγγια, έβρισκαν για λίγο ανάπαυση, πριν συνεχίσουν το δρόμο τους προς τη θάλασσα, εκεί, κάτω από το γραφικό πέτρινο γεφύρι, που αγκάλιαζε τρυφερά τα γαλήνια νερά. Ένας γάργαρος, καταρράκτης  πρόσφερε κι αυτός απλόχερα τα ελέη του στη λίμνη, διακόπτοντας διακριτικά κι αρμονικά την ηρεμία του τοπίου. Δίπλα του, ένας νερόμυλος, φτιαγμένος από μαυρόπλακα παρμένη απ’ το βουνό, έμοιαζε σαν να τιθασεύει την ορμή του καταρράκτη. Και γύρω από τη λίμνη θρασομανούσε δάσος πυκνό, ασφαλές καταφύγιο για ζώα και πουλιά, με δέντρα τόσο ψηλά, που θαλεγε κανείς ότι άγγιζαν τον ουρανό· άπλωναν τα κλαδιά τους και προστάτευαν σαν φυλαχτό το χώμα που τα γέννησεΚι απ’ αυτό το «φυλαχτό» ξεφύτρωνε χλόη απαλή και δροσερή και φύτρωναν και  λουλούδια μοσχομυριστά. Χίλια μύρια χρώματα κι αρώματα πλημμύριζαν τον τόπο! Χίλια μύρια ακούσματα γαλήνευαν την ψυχή!
        Οι άνθρωποι τον αγαπούσαν αυτόν τον τόπο, γιατί ήταν μέρος της ζωής τους. Κάθε μέρα περνούσαν από κει κάτοικοι από τα γύρω χωριά, ο καθείς για το δικό του λόγο: οι άνδρες, για ναλέσουν στον νερόμυλο την πενιχρή σοδειά τους· οι γυναίκεςγια να πλύνουν τα ρούχα και τα προικιά τους καινα μάθουν τα κουτσομπολιά της ημέρας· τα παιδιά, για να χαρούν ανέμελο παιχνίδι· άλλοι, για να μαζέψουν βότανα και να γιάνουν τις αρρώστιες κι  οι ερωτευμένοι, για νανταλλάξουν αιώνιους όρκους πίστης και αγάπηςΚαι όλοι τους, εκτός από αγάπηαισθάνονταν και δέος γιαυτό το μέρος, γιατί ήταν τόπος κατοικίας για πρωτόγονα αόρατα πλάσματα της φύσης.

        Εκεί, λοιπόν, ζούσαν  νεράιδες και νύμφες του νερού και του δάσους, αλλά και ξωτικά κι αερικά, που έκαναν σκανδαλιές και πείραζαν τους περαστικούς. Κάθε φορά που, χωρίς να φυσάει, σηκώνονταν τα πεσμένα φύλλα στη ρεματιά και χοροπηδούσαν, περνούσαν τα ξωτικά, παρέα με ταερικά. Αόρατα όπως ήτανγαργαλούσαν τους ανθρώπους, ενίσχυαν το γέλιο τους, τους δρόσιζαν με την πνοή τους, τους πρόσεχαν, όταν κινδύνευαν κι ελάφρυναν τις βαριές δουλειές τους.
  Αυτά τα πλάσματα προστάτευαν το μέρος και την ομορφιά του και πρόσφεραν ευφορία κι αγαλλίαση στις ψυχές των ανθρώπων. Κάποιες φορές γίνονταν ορατά, αλλά μόνο από τα μάτια μιας άδολης ψυχήςΚάποιοι που τα περιέγραψαν θεωρήθηκαν «νεραϊδοπαρμένοι» κι επικίνδυνοι, που είχαν δει κάτι τόσο «υπερφυσικό» κι οι άνθρωποι πίστευαν ότι δε θα ξανάβρισκαν τα λογικά τους.
        Οι δε νεράιδες ήταν πολύ όμορφες. Ήταν όλες λυγερόκορμες, με μακριά μαλλιά κι εκφραστικά αμυγδαλωτά μάτια. Φορούσαν μακριά και αέρινα φορέματα και στόλιζαν τα μαλλιά τους με λουλούδια και χτένια γεμάτα από πετράδια που έβρισκαν στα βάθη των νερών. Οι γυναίκες που πήγαιναν στη ρεματιά να πλύνουν ρούχα, δεν ήθελαν να πάνε το βράδυ, γιατί κατέβαιναν οι νεράιδες και τα ξωτικά και ακούγονταν τραγούδια και φωνές που τις φόβιζαν. Ωστόσο, ήταν τόσο όμορφες και τόσο ξεχωριστές παρουσίες, με ικανότητες μοναδικές, που κάποιοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στο κάλεσμά τους.

  Έτσι, οι πιο τολμηρές γυναίκες
πήγαιναν κοντά τους, για να πάρουν λίγη από την ομορφιά τους και οι άρρωστοι τις πλησίαζαν, για να γιατρευτούν. Κάθε νεράιδα είχε τη δική της προσωπικότητα, το δικό της ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τις δικές της μαγικές δυνάμεις. Έτσι, υπήρχαν οι νεράιδες των λουλουδιών, του νερού, του ήλιου και του φεγγαριού. Όλα τα πλάσματα ζούσαν αρμονικά μεταξύ τους, σχηματίζοντας τις δικές τους μικρές κοινότητες. Για παράδειγμα, οι νεράιδες ζούσαν σε σπίτια φτιαγμένα από φύλλα και πέταλα λουλουδιών και τα ξωτικά κατοικούσαν μέσα σε τεράστια μανιτάρια ή σε σπίτια σκαλισμένα στο εσωτερικό των κορμών των δέντρων.
        Μια φορά, κάποιες γυναίκες πήγαν να πλύνουν τα ρούχα τους στις νεροτριβές κοντά στη λίμνη, έχοντας από κοντά και τα μικρά παιδιά τους. Ένα από αυτά ήταν και η Χαρά, ένα κοριτσάκι δέκα χρονών, που η μάνα του, η Αρετή, τοχε μονάκριβο και παραχαϊδεμένο. Χρόνια πολλά η Αρετή προσπαθούσε με τον άντρα της να κάνει παιδί, μα παιδί δεν κρατούσε στην κοιλιά της. Μέχρι που μια μέρα, καθώς μάζευε βότανα γύρω από τη λίμνη, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε σένα ξέφωτο. Ένιωσε περίεργα. Ο αέρας λαμπύριζε μαγικά, δροσερές πνοές άγγιζαν το πρόσωπό της και μυστήριοι ψίθυροι γαργαλούσαν ταφτιά της. Ένιωσε αδύναμη· τα γόνατά της λύγισαν, έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε χάμω. Κοιμήθηκε ύπνο γλυκό. Ξύπνησε μετά από ώρες δίπλα στο ποτάμι κι ασυναίσθητα έβαλε το χέρι στην κοιλιά της. Είχε καταλάβει! Σε κανέναν δεν ξεστόμισε την εμπειρία της. Θα την έπαιρναν για «νεραϊδοπαρμένη».
        Μετά από εννέα μήνες γεννήθηκε ένα πανέμορφο κοριτσάκι, η Χαρά. Κι όσο μεγάλωνε η Χαρά τόσο πιο όμορφη γινόταν: το πρόσωπό της ήταν λείο και φωτεινό, σαν το απάτητο χιόνι, τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του ήλιου και τα αμυγδαλωτά της μάτια το χρώμα της θάλασσας! Κι ο χαρακτήρας της, «όνομα και πράγμα», που λένε: ένα παιδί πρόσχαρο, που δεν τουλειπε ποτέ το χαμόγελο κι η παιχνιδιάρικη διάθεση
«Αυτό το κορίτσι το άγγιξαν νεράιδες», έλεγαν συχνά οι συγχωριανοί τής Αρετής. Κι αυτή καμάρωνε, γιατίήξερε πως είναι αλήθεια. Απ’ την άλλη, όμως, κάτι τη φόβιζε!
        Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, στις νεροτριβές, η Χαρά έπαιζε και πλατσούριζε στη λίμνη μαζί με τάλλα παιδιά και, κάποια στιγμή, τρύπωσε μέσα στο δάσος, για να μαζέψει λουλούδια και να τα χαρίσει στη μητέρα της. Η μικρή περιπλανιόταν αρκετή ώρα μέσα στο δάσος, θαύμαζε τα πανέμορφα περίεργα λουλούδια που ξεφύτρωναν ξαφνικά μπροστά της κι έπαιζε με τα ζωάκια που συναντούσε στο διάβα της. Όμως, άρχισε να βραδιάζει και η Χαρά δεν ήξερε πώς να γυρίσει πίσω στη μητέρα της που την περίμενε στις νεροτριβές. Ταραγμένη όπως ήταν, έχασε το δρόμο της και βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει σεκείνο το σημείο που την είχαν αγγίξει οι νεράιδες, στο κέντρο του ξέφωτου.
        Ήταν η στιγμή που όλα τα πλάσματα που ζούσαν εκεί παρακολουθούσαν τις νεράιδες που χόρευαν, όπως κάθε απόγευμα, το χορό του φεγγαριού. Πιασμένες χέρι –  χέρι, λύγιζαν το κορμί με περισσή χάρη στο ρυθμό του μελωδικού τραγουδιού τους.

Η Χαρά κοίταζε σαστισμένη από τη μαγεία του θεάματος! Τα μάτια της λαμποκοπούσαν από θαυμασμό! Μόλις τα πλάσματα αντιλήφθηκαν την παρουσία της, τρόμαξαν, μιας και σπάνια τους πλησίαζε άνθρωπος. Σύντομα, όμως, κατάλαβαν ποια ήταν
«Καλώς ήρθες! Σε περιμέναμε κάποια στιγμή!»,
της είπε μία νεράιδα που την πλησίασε πετώντας. «Είμαι η Ελπίδα. Μη φοβάσαι! Άλλωστε είσαι κι εσύ μια από μας».
         Μόνο φευγαλέα πέρασε από το μυαλό τής Χαράς κάτι που είχε ακούσει από τη γιαγιά της για τις νεράιδες: «Όποιος τις μιλήσει, χάνει τη λαλιά του». Η μικρή, όμως, ένιωσε αμέσως οικεία κι αυθόρμητα ξεστόμισε: «Είμαι η Χαρά
«Το ξέρουμε!», της είπε μια άλλη νεράιδα, η Ζωή. «Σε γνωρίζαμε πολύ πριν έρθεις στον κόσμο των ανθρώπων». 
«Ποιοι είστε; Πώς βρεθήκατε εδώ;», ρώτησε η Χαρά.
        Η Ζωή τής είπε  ότι όλες οι νεράιδες δημιουργήθηκαν πριν από πάρα πολλά χρόνια, από το γέλιο ενός μωρού που έσπασε σε κομμάτια. «Μην ανησυχείς!», συνέχισε η νεράιδα, «έχεις πολύ καιρό μπροστά σου να τα μάθεις και να τα καταλάβεις όλα!».

        Η μικρή άπλωσε τα χέρια προς τις νεράιδες και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να ακροπατά στις κορυφές των δέντρων. Για πολλή ώρα η Χαρά βίωσε μια πρωτόγνωρη εμπειρία ελευθερίας: παρέα με τις νεράιδες, λούστηκε με την απογευματινή δροσιά, αναπήδησε στα σύννεφα, γέλασε, τραγούδησε και, σαν νύχτωσε, χόρεψε στον ξάστερο ουρανό. Εκείνη, όμως, τη στιγμή, κάποια φωνή αντήχησε μέσα της και φρέναρε το ξέφρενο πανηγύρι της. Κοίταξε χαμηλά και διέκρινε όλους τους συγχωριανούς της με φαναράκια μέσα στο δάσος και γύρω από τη λίμνη να ψάχνουν να τη βρουν! Και μια φωνή, η φωνή της μητέρας της, ναντηχεί πιο πολύ απ’ όλες: «Χαρά! Χαρά! Πού είσαι, παιδί μου! Χαρά!».
«Πρέπει να φύγω! Με ψάχνουν ! Με ψάχνει η μητέρα μου! Δε μπορώ να της δώσω τέτοια στενοχώρια! Άλλωστε, εκεί κάτω είναι οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γνωστοί μου· εκεί κάτω είναι ο δικός μου κόσμος
«Χαρά, μη γελιέσαι! Δεν ανήκεις μόνο εκεί· ανήκεις κι εδώ!», της είπε η νεράιδα Σοφία και συνέχισε: «Εσύ είσαι ο κρίκος που θα ενώσει τους δύο κόσμους. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό
        Και οι νεράιδες συνόδεψαν το μικρό κορίτσι στο σταυροδρόμι των ποταμών και στην αγκαλιά της μητέρας της. Στα αναφιλητά τής μάνας η Χαρά απάντησε απλά:
«Μην στενοχωριέσαι! Δε θα σεγκαταλείψω! Θα είμαι κι εκεί κι εδώ!

       Από εκείνη την ημέρα και κάθε μέρα, για αρκετά χρόνια, η Χαρά συναντούσε τις νεράιδες, με τις οποίες είχαν γίνει πια αχώριστες φίλες. Η Αμαλία, η Ελπίδα, η Δάφνη, η Βενετία, η Ζωή, η Ιόλη, η Κυβέλη, η Λυδία, η Σοφία, η Υβόννη, η Ψυχή, η  Ωρέλια, όλες κομμάτι του εαυτού της. Έτσι, η Χαρά μυήθηκε στον κόσμο και την ιστορία των νεραϊδώνάρχισε να καταλαβαίνει τον τρόπο σκέψης τους, τον τρόπο της ζωής τους, τη μοναδική σχέση τους με τη φύση, αλλά και το τι πίστευαν για τους ανθρώπουςΗ σχέση τους ήταν πια πολύ στενή και τρυφερή και οι νεράιδες μετέδιδαν στη Χαρά ό,τι ξεχωριστό μπορούσαν από τον κόσμο τους. Η Χαρά τούς διάβαζε παραμύθια και ποιήματα και τους μάθαινε για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, ενώ οι νεράιδες τής έδειχναν τα σπάνια είδη λουλουδιών  και της έλεγαν ιστορίες για τις νεράιδες της αρχαιότητας, την αλλόκοτη συμπεριφορά τους και τα κατορθώματά τους. Έμαθε για περίεργα φυτά, θαυματουργά βότανα που θεράπευαν ποικίλες παθήσεις, ελιξίρια νεότητας και ομορφιάς, οργανισμούς που η παρουσία τους είναι σημαντική για την ισορροπία του οικοσυστήματος και τη ζωογόνο δύναμη της φύσης. Έμαθε, επίσης, ότι οι νεράιδες ήταν αυτές που τόσα χρόνια προστάτευαν τους κατοίκους της περιοχής από τους δράκους και τους χειμάρρους των ποταμών. Η πιο αγαπημένη στιγμή της ημέρας που μοιραζόταν με τις νεράιδες-φίλες της ήταν να κοιτάει από ψηλά τους ποταμούς, τη λίμνη και το ξέφωτο.


        Τα χρόνια πέρασαν και η Χαρά μεγάλωσε. Έγινε μια σπουδαία περιβαλλοντολόγος που μελετούσε το σύνολο των φυσικών-βιοτικών και αβιοτικών- και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, που βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση. Ωστόσο, δεν έπαψε να πηγαίνει όσο πιο συχνά μπορούσε στο ξέφωτο και να μιλάει με τις νεράιδες. Μετά από καιρό απουσίας, η νεράιδα Σοφία, αντικρίζοντας τη Χαρά, θέλησε να της κάνει ένα δώρο ως ένδειξη αιώνιας αγάπης και φιλίας. Βούτηξε, λοιπόν, στη λίμνη κι όταν μετά από ώρα αναδύθηκε από τα νερά της, κρατούσε στα χέρια της ένα χτένι με τα πιο πολύτιμα πετράδια και της το χάρισε.
«Είναι το τελευταίο! Κράτησέ το σαν φυλαχτό να σου θυμίζει …». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Η φωνή της έσβησε! Η νεράιδα Σοφία σωριάστηκε στο χώμα! Το λυγερό άσπρο κορμί της  γινόταν μπλε και όλο και συρρικνωνόταν! Οι νεράιδες τρόμαξαν με το θέαμα κι άρχιζαν να φωνάζουν πανικόβλητες και πιο πολύ απ’ όλες η Χαρά! Γονάτισε δίπλα της και με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε τη Σοφία:
«Σοφία! Σοφία! Μίλησέ μου, σε παρακαλώ! Τι έπαθεςΜα τα εκφραστικά αμυγδαλωτά μάτια της Σοφίας έκλεισαν μια για πάντα! Το κορμάκι της χανόταν, εξαϋλωνόταν!
«Σοφία, μη μας αφήνεις, σε παρακαλώ! Μην εγκαταλείπεις τον κόσμο! Σοφίααα!!!», αναφώνησε η Χαρά, μα στα χέρια της πια δεν είχε μείνει παρά μόνο μια χούφτα χρυσόσκονη, βρεγμένη από τα δάκρυα της! Οι νεράιδες για πρώτη φορά στην ιστορία τους θρηνούσαν!
Ντύθηκαν όλες στα λευκά ως ένδειξη πένθους, μετέφεραν τη χρυσόσκονη ψηλά και την σκόρπισαν στον αιθέρα
 Εκείνη τη νύχτα, ο έναστρος ουρανός ήταν πιο φωτεινός από ποτέ! Αλλά  οι νεράιδες ούτε χόρεψαν ούτε τραγούδησαν. Όλες, η κάθε μια με τις σκέψεις της, αποχαιρετούσαν σιωπηλά τη Σοφία!
«Μα γιατί; Γιατί;», μονολογούσε κάθε λίγο η Χαρά.
«Χαρά», είπε η νεράιδα Ελπίδα, «από καιρό τώρα, κάτι έχει αρχίζει ναλλάζει, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε την ταχύτητα και το μέγεθος της καταστροφής. Τα νερά των ποταμών έχουν αφρούς, είναι θολά, βρώμικα και μυρίζουν άσχημα. Πολλά ψάρια έχουν πεθάνει, ενώ ζώα που ζούσαν εδώ εγκατέλειψαν την περιοχή, για να μην πεθάνουν από τη δίψα
«Και δεν είναι μόνο αυτό!», συνέχισε η νεράιδα Ζωή, «Τα φυτά  δεν είναι πια τόσο όμορφα και υγιή όσο παλιά, το χώμα σταμάτησε να βγάζει όμορφα λουλούδια και τα δέντρα έχουν λιγοστέψει! Και το σημαντικότερο, κανένας άνθρωπος πια ούτε μπορεί ούτε  έχει την επιθυμία να μας δει».

        Η Χαρά, που ήξερε τι σημαίνει όλο αυτό, ανησύχησε πραγματικά. Μετά από λίγο καιρό η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο. Το ξέφωτο δε θύμιζε σε τίποτε εκείνο το παραμυθένιο μέρος όπου είχε περάσει όμορφες στιγμές στα παιδικά της χρόνια η Χαρά. Όλα τα ψάρια των ποταμών είχαν πεθάνει, τα νερά είχαν γίνει καταπράσινα και δεν υπήρχε βλάστηση. Η ομορφιά και η ευωδία είχαν δώσει τη θέση τους στην ασχήμια και τη βρόμα. Οι νεράιδες, τα ξωτικά και τα άλλα πλάσματα της περιοχής θρηνούσαν όλο και πιο συχνά. Δε χόρευαν πια ούτε τραγουδούσαν κι έτσι είχαν χάσει  τη δύναμή τους. Εξασθενημένα κι απογοητευμένα, προσπαθούσαν να σκεφτούν λύσεις για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Η αναγκαιότητα να βρεθεί μια λύση έγινε πιο επιτακτική, όταν οι νεράιδες έμαθαν πως οι άνθρωποι σκόπευαν, λέει, λόγω της μόλυνσης, να σταματήσουν τη ροή των ποταμών  και να αποξηράνουν την περιοχή, για να χτίσουν κάτι πολύ μεγάλο. Δεν κατάλαβαν τι ακριβώς, αλλά πρέπει να ήταν πολύ σημαντικό γιαυτούς, γιατί θα τους έφερνεανάπτυξη.


         Η Χαρά αποφάσισε να οργανώσει μια μεγάλη εκστρατεία, για να ενημερώσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους για τη ρύπανση των υδάτων.
Εκείνη τη μέρα η Χαρά μιλούσε με πάθος στο συγκεντρωμένο πλήθος στη μεγάλη πόλη. Τους ενημέρωνε για την καταστροφή που προκαλούν στο νερό τα αστικά λύματα, τα φυτοφάρμακα, τα λιπάσματα και τα εντομοκτόνα. Τους τόνιζε πως έχει οργανώσει αυτήν την εκστρατεία, για να βοηθήσει κάθε άνθρωπο που δε θέλει να κληροδοτήσει στα παιδιά του μια Γη κατεστραμμένη, χωρίς ζωή, αλλά έναν παράδεισο, στον οποίο θα μπορούν να ζουν και να χαίρονται την ομορφιά και τα δώρα, τα θεία δώρα της φύσης. Προσπαθούσε να τους εμπνεύσει οικολογική συνείδηση, αν και ήξερε ότι αυτή δημιουργείται από τα παιδικά χρόνια και κυρίως, μέσα από τη μίμηση ανάλογων θετικών συμπεριφορών από τους μεγάλους. Τους τόνιζε, επίσης, ότι μολύνοντας και καταστρέφοντας το περιβάλλον καταστρέφουν και τη δική τους ζωή, αφού κάποια στιγμή η καταστροφή που προκαλούν θα γυρίσει στους ίδιους. Ο παθιασμένος λόγος της, όμωςσταμάτησε απότομα. Σαν ναχε μαχαίρι στην καρδιά, που της την έκοβε στα δύο! Η Χαρά ένιωσε! Κατάλαβε! Η νεράιδα Ελπίδα είχε γίνειχρυσόσκονη, μετά από ένα μπάνιο στο γραφικό καταρράκτη!!! Η Χαρά βρήκε το σθένος κι αναφώνησε:
«Η Σοφία  έλλειψε! Η Ελπίδα χάθηκε! Η Ζωή και όλοι οι υπόλοιποι τι θαπογίνουν
         Και συνέχισε να μιλά, συνέχισε ναγωνίζεται, για να σώσει τις νεράιδες και το ξέφωτο. Δεν είχε πια χρόνο! Το μισό της «είναι» χανόταν! Τώρα, προσπαθούσε να πείσει τους ανθρώπους για την ύπαρξη των πρωτόγονων κι αόρατων  πλασμάτων της φύσης. Τους διηγούνταν για το μαγικό άγγιγμα των νεραϊδών. Τους περιέγραφε τις προσωπικές της εμπειρίες, από τότε που είχε βρεθεί στο ξέφωτο για πρώτη φορά, το πόσο ωραία περνούσε με τις νεράιδες, το πόσο αγαπούν τους ανθρώπους και τη φύση, το πόσο όμορφα και φιλικά πλάσματα είναι, πόσες μοναδικές θεραπευτικές ιδιότητες κατέχουν, ενώ τώρα, εξαιτίας της μόλυνσης, έχουν χάσει τη δύναμή τους και προσπαθούν εναγωνίως να κρατηθούν στη ζωή. Το αποτέλεσμα, όλοι γελούσαν και την κορόιδευαν. «Η τρελή επιστήμων»,  «η παρανοϊκή», «η νεραϊδοπαρμένη», έλεγαν. Άλλωστε, ποιος πιστεύει σήμερα σε νεράιδες και παραμύθια;
        Τα σχόλια αυτού του τύπου δεν κατάφεραν να αποθαρρύνουν τη Χαρά, αλλά αντίθετα, την έκαναν να πεισμώσει ακόμη περισσότερο. Τα χρόνια κύλησαν, οι άνθρωποι, όμως, δεν άλλαξαν τη συμπεριφορά τους και συνέχισαν να μολύνουν και να παραποιούν το περιβάλλον. Στα ποτάμια έρεαν χημικά απόβλητα, το ξέφωτο είχε μετατραπεί σε ένα μαραμένο σκοτεινό μέρος, που λίμναζαν κάθε λογής σκουπίδια, ενώ η Χαρά αγνοούσε τι είχαν απογίνει πλέον οι αγαπημένοι της φίλοι.
 

      
Αναζητούσε τη Ζωή και τις άλλες νεράιδες και τα ξωτικά σε σπηλιές και βράχους, θεωρώντας ότι οι φίλοι της, αποδυναμωμένοι και εξαντλημένοι είχαν βρει εκεί καταφύγιο. Διατηρούσε άσβεστη την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα αφουγκραζόταν ένα ψιθύρισμα, ένα κάλεσμά τους, ένα θρόισμα των φύλλων από μια κίνησή τους. Όμως μάταια! Η στενοχώρια της ήταν απερίγραπτη!!!! Μόνο βαθιά θλίψη πλέον της προκαλούσε το ξέφωτοΈνιωθε υπεύθυνη για την εξαφάνισή τους, γιατί πίστευε ότι δεν είχε καταφέρει να πετύχει την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων για την προστασία της φύσης και των γνωστών και άγνωστων πλασμάτων της. Πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι εγωιστές, μιας και θεωρούν ότι κυριαρχούν στη φύση, ότι έχουν προτεραιότητα μόνο οι δικές τους επιθυμίες, ότι όλα τα πλάσματα της φύσης αποτελούν κατά κάποιο τρόπο κτήμα τους, που επιλέγουν οι ίδιοι τη χρήση της ύπαρξής τους. Πόσο λανθασμένη εγωκεντρική πεποίθηση! Πόσο καταστροφική στάση! Η φύση μάς έχει προειδοποιήσει πολλές φορές και με ποικίλες αφορμές. Κάνουμε ότι δε βλέπουμε, ότι δεν ακούμε, ότι δεν οσφραινόμαστε. Θεωρούμε ότι δε μας αφορά. Θεωρούμε ότι η όποια καταστροφή είναι παροδική, ασήμαντη και αναστρέψιμη. Πόσες κραυγές πρέπει να ακουστούν; Υπάρχει κανείς να τις ακούσει;
        Η Χαρά εξοργίστηκε με τους  ανθρώπους και πενθούσε για τους μοναδικούς και ξεχωριστούς φίλους της. Θυμόταν τα πρώτα λόγια τής  Σοφίας: «Εσύ είσαι ο κρίκος που θα ενώσει τους δύο κόσμους. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτόΈδωσε, λοιπόν,  μια μεγάλη υπόσχεση στον εαυτό της και στις λατρεμένες της νεραΐδες: να γίνει η φωνή τους στον κόσμο των ανθρώπων. Όρισε ως αποστολή της να κάνει ό,τι μπορεί για να προστατέψει και να σώσει ό,τι περισσότερο μπορούσε.
        Και πραγματικά, η Χαρά έγινε η φωνή των νεραϊδών, η φωνή της φύσης. Σε κάθε ευκαιρία έλεγε με όλη της την ψυχή στους ανθρώπους:
«Χρειάζονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, καλοί ακροατές που να μπορούν να αφουγκραστούν την αγωνιώδη κραυγή της φύσης. Γίνε κι εσύ ένας από αυτούς για τη σωτηρία του περιβάλλοντος! Κάνε κάτι πριν να είναι πολύ αργάΤο περιβάλλον είναι η ζωή μας! Δεν είναι κάτι ξεχωριστό από μας! Είμαστε υπεύθυνοι για τη φύση! Αν την καταστρέψουμε, καταστρέφουμε την ίδια μας τη ζωή. Δεν υπάρχει δικαιολογία! Η άγνοια δεν είναι πια άλλοθι! Ξέρουμε πλέον τους κινδύνους. Ξέρουμε και τους τρόπους προστασίας. Άκου! Νιώσε την απειλή! Κινητοποιήσου! Μίλησε και σε άλλους γιαυτό! Άλλαξε συνήθειες, πες όχι σε ό,τι την κάνει να κινδυνεύει. Μείωσε το πλαστικό και τα χημικά. Κάνε απλές αλλαγές στη διαχείριση των σκουπιδιών. Επηρέασε προς αυτή την κατεύθυνση όσους περισσότερους μπορείς. Μάθε στα παιδιά να σέβονται το περιβάλλον που ζουν, που παίζουν, που κολυμπούν και διασκεδάζουν. Καλλιέργησέ  τους οικολογική συνείδηση. Βοήθησε στο να γίνουν υπεύθυνα για την προστασία του περιβάλλοντος. Γίνε το παράδειγμα που θα μιμηθούν! Δείξε με τη στάση σου και τις επιλογές σου το σεβασμό και κάνε πράξη την προστασία του περιβάλλοντος. Και μην ξεχνάτε : είμαστε οι επιλογές μας
 
       Κι αν ποτέ βρεθείτε κάπου στη φύση και ακούσετε περίεργους θορύβους, μην παραξενευτείτε! Μπορεί να είναι κάποιος από τους φίλους της Χαράς ή η ίδια η Χαρά που ψάχνει να τους βρει!







ΔΩΔΩΝΑΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ 2015-2016

v  Φιλολογική επιμέλεια-μορφοποίηση: Κατερίνα Κουϊμτζή, φιλόλογος, υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Ομάδας Δωδωναίων Εκπαιδευτηρίων.
v Οι εικόνες, για τις οποίες δε διεκδικείται κανένα πνευματικό δικαίωμα, είναι ειλημμένες από τους παρακάτω διαδικτυακούς τόπους:
logioshermes.wordpress.com
siopiloilykoi.blogspot.gr
neverland-natasa.blogspot.com
tha.pblogs.gr
www.neraidokiklos.gr
mielyversos.blogspot.com
sinomosiologos.blogspot.com
nefelis-art.blogspot.com
www.curezone.org
teatroangelico.blogspot.com
dpaspala.blogspot.com
mythoitoukosmou.weebly.com
gr.forwallpaper.com
tapetsaries.woodline.gr
www.dream-art.gr



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


Υπεύθυνη Καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Ομάδας:

Koυϊμτζή Κατερίνα, Φιλόλογος